παρίσθμιος

παρίσθμιος
-ια, -ιο / παρίσθμιος, -ία, -ιον, ΝΑ
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κοντά σε ισθμό και κυρίως κοντά στον Ισθμό τής Κορίνθου
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρίσθμια
ανατ. τα πλάγια μέλη τής σαρκώδους υπερώας τού στόματος ανάμεσα στις παρίσθμιες καμάρες και στις αμυγδαλές
2. φρ. «παρίσθμια αμυγδαλή» και «παρίσθμιες καμάρες»
ανατ. τμήματα τής στοματικής κοιλότητας στο επάνω στενό μέρος τού φάρυγγα
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρίσθμιον
το επάνω στενό τμήμα τού φάρυγγα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά παρίσθμια
α) οι αμυγδαλές
β) φλεγμονή τών αμυγδαλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἰσθμός + επίθημα -ιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρίσθμιος — α, ο αυτός που βρίσκεται κοντά στον ισθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμυγδαλές — Λεμφικά όργανα που αποτελούνται από λεμφοζίδια όμοια με αυτά των λεμφαδένων·οι σπουδαιότερες κατασκευές του τύπου αυτού είναι εκείνες που περιβάλλουν το αρχικό τμήμα των αεροφόρων οδών και σε αυτές αναφέρεται συχνότερα o όρος α. Ο βλεννογόνος του …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”